- προσανατέλλω
- ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α [ἀνατέλλω]μσν.δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.)αρχ.ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.