προσανατέλλω

προσανατέλλω
ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α [ἀνατέλλω]
μσν.
δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.)
αρχ.
ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσανατέλλει — προσανατέλλω rise up to pres ind mp 2nd sg προσανατέλλω rise up to pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανατέλλοντα — προσανατέλλω rise up to pres part act neut nom/voc/acc pl προσανατέλλω rise up to pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανατέλλουσι — προσανατέλλω rise up to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσανατέλλω rise up to pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανατέλλουσα — προσανατέλλω rise up to pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαντέλλω — Α (ποιητ. τ.) βλ. προσανατέλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”